σποριάρης

σποριάρης
-α, -ικο, Ν
(για καρπούς) αυτός που έχει αναπτύξει σπόρους και δεν είναι κατάλληλος για φάγωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόρος + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. σπυρ-ιάρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σποριάρης, -α, -ικο — και σποριάρικος, η, ο καρπός γεμάτος από σπόρους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • Σεπτέμβριος — Έβδομος μήνας του έτους (Σεπτέμβρης). Βλ. λ. Τρυγητής. * * * ο, ΝΜΑ, και Σεπτέμβρης και Σεπτέβρης και Στέμπρης Ν ο ένατος μήνας τού έτους τού νέου ημερολογίου, έβδομος κατά το αρχαίο ρωμαϊκό ημερολόγιο, ο οποίος είναι και ο πρώτος μήνας τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”